- λιθοξόων
- λιθόξοοςstonemasc gen plλιθοξόοςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διβλί — το αιχμηρό εργαλείο τών λιθοξόων … Dictionary of Greek
επικοπίδα — η [επικόπτω] 1. χαλύβδινο εργαλείο που χρησιμοποιείται για το κόψιμο τού σιδήρου 2. οδοντωτό σφυρί τών λιθοξόων για τη λάξευση λίθων ή μαρμάρου, κν. θεραπίνα … Dictionary of Greek
κέστρα — η (Α κέοτρα) νεοελλ. 1. σφυρί τών λιθοξόων το οποίο έχει το ένα άκρο οξύ και το άλλο οδοντωτό 2. ναυτ. σιδερένιο μακρύ κωνικό και αιχμηρό εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες στα πανιά και στα δέρματα ή χαλαρώνονται τα έμβολα τών σχοινιών, κν.… … Dictionary of Greek
μυστρί — το (ΑΜ μυστρίον) [μύστρον] νεοελλ. εργαλείο με τριγωνικό χαλύβδινο έλασμα και λαβή με το οποίο οι οικοδόμοι και οι αμμοκονιαστές παίρνουν τον πηλό ή το κονίαμα και τό χρησιμοποιούν στην τοιχοδομία ή στην επίχριση μσν. μικρό σιδερένιο εργαλείο τών … Dictionary of Greek
τύκος — ο, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. τύχος Α το σιδερένιο σφυρί τών λατόμων και τών λιθοξόων («τύκον, τὴν τῶν λατόμων σφῡραν», Πολυδ.) αρχ. 1. είδος πολεμικού πελέκεως 2. (στον τ. τύχος) (κατά τον Ησύχ.) α) «πύλη» β) «σφήν». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος ο οποίος… … Dictionary of Greek
χτενιά — και κτενιά, η, Ν [χτένι/ κτένι] είδος σφυριού τών λιθοξόων, με οδοντωτή ακμή … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Πάτροκλος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους γιους του Ηρακλή με τη θεσπιάδα Πυρίππη. Τον σκότωσε η μητέρα του με την προτροπή του πατέρα της. 2. Ομηρικός ήρωας, φίλος του Αχιλλέα. Γιος του αργοναύτη Μενοιτίου, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει,… … Dictionary of Greek